μεταδοτικός — disposed to impart masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταδοτικός — ή, ό (ΑM μεταδοτικός, ή, όν) [μεταδίδω] νεοελλ. 1. (κυρίως για διδάσκοντα) αυτός που έχει την ικανότητα να μεταδίδει κάτι, ιδίως τις γνώσεις του, με τρόπο σαφή και μεθοδικό 2. (για νόσημα) αυτός που μεταδίδεται εύκολα από άρρωστο άτομο σε υγιές,… … Dictionary of Greek
μεταδοτικά — μεταδοτικός disposed to impart neut nom/voc/acc pl μεταδοτικά̱ , μεταδοτικός disposed to impart fem nom/voc/acc dual μεταδοτικά̱ , μεταδοτικός disposed to impart fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταδοτικῶν — μεταδοτικός disposed to impart fem gen pl μεταδοτικός disposed to impart masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταδοτικόν — μεταδοτικός disposed to impart masc acc sg μεταδοτικός disposed to impart neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταδοτικαί — μεταδοτικός disposed to impart fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταδοτικοῦ — μεταδοτικός disposed to impart masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταδοτικούς — μεταδοτικός disposed to impart masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταδοτικῆς — μεταδοτικός disposed to impart fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταδοτικῇ — μεταδοτικός disposed to impart fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)